- εὐωχεῖται
- εὐωχέωentertain sumptuouslypres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυνάται — θυνᾱται (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐωχεῑται» … Dictionary of Greek
καρδιόδαιτος — καρδιόδαιτος, ον (Α) αυτός που ευωχείται με ανθρώπινες καρδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δαιτος < δαίνυμι «τρώγω» (πρβλ. ά δαιτος, αυτό δαιτος)] … Dictionary of Greek